- λιποειδής
- -ές1. αυτός που μοιάζει με λίπος2. αυτός που έχει λίπος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τa λιποειδή(βιοχ.) ετερογενής ομάδα ουσιών που υπάρχουν στους ζώντες οργανισμούς και χαρακτηρίζονται από το ότι είναι αδιάλυτες στο νερό, αλλά διαλυτές στην αλκοόλη και άλλους οργανικούς διαλύτες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipoid < lip(o)- (< λίπος) + -oid (< λατ. -oides < -ειδής < εἶδος)].
Dictionary of Greek. 2013.